- δαύω
δαύω, = ἰαὐω, schlafen, Sappho bei E. M. 250, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαύω, = ἰαὐω, schlafen, Sappho bei E. M. 250, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαύω — (Α) κοιμάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για την αρχική προέλευση τού ρ. δαύω δεν είναι ευρύτερα αποδεκτές. Συνδέθηκε με το ρ. ιαύω «κοιμάμαι» και κυρίως αύω (=ιαύω, στον επικό Νίκανδρο) λόγω της μορφολογικής τους ομοιότητας.… … Dictionary of Greek