- δαϊκτής
δαϊκτής, ὁ, dasselbe, φϑόνος Anacr. 42, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαϊκτής, ὁ, dasselbe, φϑόνος Anacr. 42, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαϊκτής — δαΐκτής, ο (Α) [δαΐζω (Ι)] καταστρεπτικός («δαϊκτής φθόνος») … Dictionary of Greek
ξενοδαΐκτης — ξενοδαΐκτης, δωρ. τ. ξενοδαίκτας, πιθ. και ξεινοδαίκτας, ὁ (Α) αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους ή τους φίλους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δαϊκτής ή δαΐκτης (< δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. ψυχο δαΐκτης] … Dictionary of Greek
ψυχοδαΐκτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Βάκχου) αυτός που καταστρέφει την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + δαϊκτής (< δαΐζω «κατακόπτω, φονεύω»)] … Dictionary of Greek