- δαϊκτήρ
δαϊκτήρ, ῆρος, ὁ, γόος, herzzerreißende Trauer, Aesch. Spt. 899.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαϊκτήρ, ῆρος, ὁ, γόος, herzzerreißende Trauer, Aesch. Spt. 899.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαϊκτήρ — ( ῆρος), ο (Α) [δαΐζω (Ι)] 1. αυτός που σκοτώνει (για τον Άρη) 2. ως επίθ. ο σπαραχτικός («δαϊκτὴρ γόος», Αιοχ) … Dictionary of Greek
δαικτήρ — δαϊκτήρ , δαικτήρ slayer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαΐκτωρ — ( ορος), ο (Α) [δαΐζω (Ι)] ο δαϊκτήρ … Dictionary of Greek
δαικτῆρος — δαϊκτῆρος , δαικτήρ slayer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)