- νείομαι
νείομαι, ion. = νέομαι, v. l. Il. 23, 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νείομαι, ion. = νέομαι, v. l. Il. 23, 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νείομαι — (Α) βλ. νέομαι … Dictionary of Greek
νέομαι — και νείομαι και συνηρ. τ. νεῡμαι (Α) 1. επιστρέφω, γυρίζω πίσω («τῷ οἱ ἐπεκλώσαντο θεοὶ οἶκόνδε νέεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. (σπάν.) πηγαίνω 3. (για ποταμό) ρέω προς τα πίσω («ποταμοὺς δ ἔτρεψε νέεσθαι κὰρ ῥόον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. νέομαι <… … Dictionary of Greek