- βείομαι
βείομαι, p. = βέομαι, Il. 22. 431; βείω Il. 6, 113 = βῶ, conj. von ἔβην.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βείομαι, p. = βέομαι, Il. 22. 431; βείω Il. 6, 113 = βῶ, conj. von ἔβην.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βείομαι — βαίνω walk fut ind mid 1st sg (epic doric) βαίνω walk fut ind mid 1st sg (epic) βέομαι shall live fut ind mp 1st sg (epic doric) βέομαι shall live fut ind mp 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέομαι — και βείομαι (Α) θα ζήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βέομαι ανήκει στην ίδια ομάδα με τα βίος εβίων, χρησιμοποιείται στον Όμηρο με σημασία μέλλοντος και θεωρείται υποτακτική με βραχύ φωνήεν ενός αρχαίου αθέματου ρήματος της δισύλλαβης ρίζας *gwey(∂) , με απαθή … Dictionary of Greek