- μελί-θροος
μελί-θροος, zsgzgn -ϑρους, ουν, süßtönend, κύκνος, Bass. 1 (V, 125).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελί-θροος, zsgzgn -ϑρους, ουν, süßtönend, κύκνος, Bass. 1 (V, 125).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελίθροος — μελίθροος, ον και μελίθρους, ουν (Α) αυτός που μιλάει γλυκά, ο γλυκύφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρόος (< θρέομαι «κράζω, ξεφωνίζω»), πρβλ. ηδύ θροος, οιωνό θροος] … Dictionary of Greek