- μελί-θρεπτος
μελί-θρεπτος, mit Honig genährt, χελιδών, Even. 13 (IX, 122).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελί-θρεπτος, mit Honig genährt, χελιδών, Even. 13 (IX, 122).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελίθρεπτος — η, ο (Α μελίθρεπτος, ον) αυτός που τρέφεται με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρεπτός (< θρέφω), πρβλ. μαμμό θρεπτος] … Dictionary of Greek
κυκνόθρεπτος — κυκνόθρεπτος, ον (AM) αυτός που έχει ανατραφεί από κύκνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + θρεπτος (< θ. θρεπ τού τρέφω, πρβλ. αόρ. ἔ θρεψ α), πρβλ. θεό θρεπτος, μελί θρεπτος] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… … Dictionary of Greek