- μελί-γδουπος
μελί-γδουπος, süß, angenehm rauschend, tönend, ἀοιδαί, Pind. N. 11, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελί-γδουπος, süß, angenehm rauschend, tönend, ἀοιδαί, Pind. N. 11, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελίγδουπος — μελίγδουπος, ον (Α) αυτός που παράγει γλυκό ήχο, που ηχεί ευχάριστα, γλυκός, γλυκύφωνος («καὶ μελιγδούποισι δαιδαλθέντα μελιζέμεν ἀοιδαῑς», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γδοῦπος (πρβλ. μεγαλό γδουπος)] … Dictionary of Greek