- μελί-ζωρος
μελί-ζωρος, von lauterem Honig, ποτόν, Phaedim. Ath. XI, 498 e; τὸ μ., = μελίκρατον, Nic. Al. 205; auch = süß wie Honig, ῥίζα μελίζωρος πάσασϑαι Ther. 663.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελί-ζωρος, von lauterem Honig, ποτόν, Phaedim. Ath. XI, 498 e; τὸ μ., = μελίκρατον, Nic. Al. 205; auch = süß wie Honig, ῥίζα μελίζωρος πάσασϑαι Ther. 663.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελίζωρος — μελίζωρος, ον (Α) 1. αυτός έχει φτειαχτεί ή είναι αναμεμιγμένος με καθαρό μέλι 2. αυτός που είναι γλυκός, αλλά και δριμύς, όπως το μέλι 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελίζωρον το μελίκρατον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ζωρός «δριμύς, δυνατός» (πρβλ. εύ ζωρος)] … Dictionary of Greek