- μελίϊνος
μελίϊνος (auch μέλινος u. μελέϊνος), von der Esche, eschen, Schol. Il. 5, 655.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελίϊνος (auch μέλινος u. μελέϊνος), von der Esche, eschen, Schol. Il. 5, 655.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελίινος — μελίϊνος, ίνη, ον (Α) ο μελέινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά» + κατάλ. ινος] … Dictionary of Greek
μελίινος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελέινος — μελέϊνος, η, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο μελίας, ο μελίινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά», κατά το πτελέϊνος, ή από το επίθ. μελίινος με ανομοιωτική τροπή τού ι σε ε ] … Dictionary of Greek