μελί-χλωρος

μελί-χλωρος

μελί-χλωρος, honiggelb, Arist. physiogn. 6, auch Plat. Rep. V, 474 e richtigere Lesart für μελάγχλωρος, u. Theocr. 10, 27.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελάγχλωρος — και μελανόχλωρος, ον (Α) αυτός που έχει μελανωπό χρώμα, μαυροπράσινος ή πρασινοκίτρινος («μελάγχλωρος χολή», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χλωρός (πρβλ. λευκό χλωρος, μελί χλωρος)] …   Dictionary of Greek

  • μελίχλωρος — μελίχλωρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού, κίτρινος, χλομός 2. φρ. «μελίχλωρος λίθος» είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + χλωρός (πρβλ. μιξό χλωρος, υπό χλωρος] …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”