- μελί-στακτος
μελί-στακτος, dasselbe, Μοῠσαι, Mel. 1, 31 (IV, 1).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελί-στακτος, dasselbe, Μοῠσαι, Mel. 1, 31 (IV, 1).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ροδόστακτον — τὸ, Α το ροδόσταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός επιθ. *ῥοδόστακτος < ῥόδον + στακτός (< στάζω), πρβλ. μελί στακτος, πυρί στακτος] … Dictionary of Greek
μελίστακτος — μελίστακτος, ον (Μ) μελισταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + στακτός (< στάζω), πρβλ. πυρό στακτος] … Dictionary of Greek
πρωτόστακτος — ον, ΜΑ 1. αυτός που σταλάζει πρώτος 2. φρ. «πρωτόστακτος κονία» είδος κονίας από ασβέστη και στάχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + στακτός (< στάζω), πρβλ. μελί στακτος] … Dictionary of Greek
πυρίστακτος — ον, Α αυτός που στάζει φωτιά («πυρίστακτος πέτρα» η Αίτνα, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + στακτός (< στάζω), πρβλ. μελί στακτος] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek