- μελίσσιον
μελίσσιον, τό, der Bienenschwarm, Hesych., s. μελίττιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελίσσιον, τό, der Bienenschwarm, Hesych., s. μελίττιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελίσσειος — μελίσσειος, εία, ον, ουδ. και μελίσσιον (ΑM, Μ και μελίσσι[ο]ν) το ουδ. ως ουσ. τὸ μελίσσ(ε)ιον 1. σμήνος μελισσών 2. κυψέλη μελισσών αρχ. αυτός που παρασκευάζεται από τις μέλισσες («οἱ δὲ ἀπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῡ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσείου… … Dictionary of Greek
μελίσσι — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Οικισμός (3 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται σε απόσταση 43 χλμ. ΝΑ της Τριπόλεως. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βόρειας Κυνουρίας. 2. Ακατοίκητος οικισμός του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών … Dictionary of Greek