μελάγ-χολος

μελάγ-χολος

μελάγ-χολος, mit schwarzer Galle bestrichen, ἰοί, Soph. Trach. 570.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζάχολος — ζάχολος, ον (Α) ζάκοτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + χολος (< χολή) πρβλ. μελάγ χολος, πικρό χολος] …   Dictionary of Greek

  • κρυψίχολος — κρυψίχολος, ον (Μ) αυτός που κρύβει τον θυμό του, που κρατά μυστική την οργή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπτ[ο] ) + χολος (< χολή), πρβλ. μελάγ χολος, πικρό χολος] …   Dictionary of Greek

  • πικρόχολος — η, ο / πικρόχολος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που συμπεριφέρεται σαν πικρή χολή, δύσθυμος, στρυφνός, αντιπαθητικός 2. γεμάτος πικράδα, γεμάτος κακία (α. «πικρόχολη απάντηση» β. «πικρόχολα λόγια») μσν. αρχ. χολώδης, χολερικός. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”