- μελάγ-χλαινος
μελάγ-χλαινος, mit schwarzem Oberkleide, Mosch. 3, 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελάγ-χλαινος, mit schwarzem Oberkleide, Mosch. 3, 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρόχλαινος — θηρόχλαινος, ον (Α) ντυμένος με δέρμα θηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + χλαινος (< χλαίνη), πρβλ. λεοντό χλαινος, μελάγ χλαινος] … Dictionary of Greek
λεοντόχλαινος — λεοντόχλαινος, ον (Α) ντυμένος με δέρμα λιονταριού, με λεοντή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + χλαινος (< χλαίνη), πρβλ. θηρό χλαινος, μελάγ χλαινος] … Dictionary of Greek