νεο-θηλής

νεο-θηλής

νεο-θηλής, ές, 1) frisch, neu keimend, sprossend, grünend; ποίη, Il. 14, 347; Hes. Th. 576; ὕλη, H. h. Merc. 82; νεοϑᾱλὴς νικαφορία, Pind. N. 9, 43; frisch, freudig gedeihend, εὐφροσύνη, H. h. 30, 13; κοῦραι, Anacr. 40, 14. – 2) (ϑηλή) frisch milchenb, μαζός, Opp. Cyn. 1, 437. – Auch = νεογλαγής; μόσχος, Philp. 59 (IX, 274); ἀμνός, Opp. Cyn. 2, 357.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευθαλής — (I) ές (ΑΜ εὐθαλής, ές) αυτός που έχει πλούσια βλάστηση, ανάπτυξη, ο θαλερός (α. «τοῑς εὐθαλέσι τῶν δένδρων», Πλούτ. β. «εβλάστησεν η κόρη... και ευθαλής», Διγ. Ακρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθαλές η θαλερότητα («τὸ εὐθαλὲς τῆς ψυχῆς», Φίλ.).… …   Dictionary of Greek

  • πανθηλής — και δωρ. τ. πανθαλής, ές, Α 1. (για φυτό) γεμάτος με τρυφερά κλαδιά 2. (για τόπο) κατάφυτος από κάθε είδους δέντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θηλής (< θηλέω* «θάλλω, βλαστάνω»), πρβλ. ερι θηλής, νεο θηλής] …   Dictionary of Greek

  • λιπόθηλος — λιπόθηλος, ον (Μ) (για τα χοιρίδια που γεννήθηκαν κατά τον χειμώνα και τα οποία απωθεί η μητέρα τους από τη θηλή τού μαστού λόγω ελλείψεως γάλακτος) στερημένος τής θηλής τού μαστού, στερημένος τού μαστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(o) * + θηλος(< θηλή) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”