- μελλο-θάνατος
μελλο-θάνατος, im Begriffe zu sterben, dem Tode nahe, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελλο-θάνατος, im Begriffe zu sterben, dem Tode nahe, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιδιοθάνατος — ἰδιοθάνατος, ον (Α) αυτός που πεθαίνει από φυσικό θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + θάνατος (< θάνατος), πρβλ. ετοιμο θάνατος, μελλο θάνατος] … Dictionary of Greek