- νεη-θαλής
νεη-θαλής, ές, ion. statt νεοϑαλής, neu, frisch grünend, sprossend, προπόλευμα δάφνας, Eur. Ion 112.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεη-θαλής, ές, ion. statt νεοϑαλής, neu, frisch grünend, sprossend, προπόλευμα δάφνας, Eur. Ion 112.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κουροθαλής — κουροθαλής, ές, θηλ. και κουροθάλεια (Α) 1. αυτός που θάλλει εκ νέου, που ξαναβλαστάνει 2. αυτός που ανατρέφει νέους («κουροθάλεια δάφνη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + θαλής (< θάλος, το < θάλλω), πρβλ. αει θαλής, νεη θαλής, οικο θαλής] … Dictionary of Greek