- βελονο-ειδής
βελονο-ειδής, ές, nadelförmig, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βελονο-ειδής, ές, nadelförmig, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιριδοειδής — ές ιριδόχρους*, αυτός που έχει τα χρώματα τής ίριδας, αυτός που μοιάζει με την ίριδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἶρις, ἴριδος + ειδής (< είδος), πρβλ. βελονο ειδής, χελιδονο ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό σύγγραμμα Ελληνικός Φιλολογικός… … Dictionary of Greek