- μελλό-γαμος
μελλό-γαμος, im Begriff zu heirathen, der Verlobte, die Braut; Soph. Ant. 624; Euphor. bei Schol. Ap. Rh. 1, 1063; γαμβρός, Theocr. 22, 140.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελλό-γαμος, im Begriff zu heirathen, der Verlobte, die Braut; Soph. Ant. 624; Euphor. bei Schol. Ap. Rh. 1, 1063; γαμβρός, Theocr. 22, 140.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυσίγαμος — λυσίγαμος, ον (Α) αυτός που διαλύει τον γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + γαμος (< γάμος < γαμῶ), πρβλ. λιπό γαμος, μελλό γαμος] … Dictionary of Greek
φιλόγαμος — ον, Α αυτός που επιθυμεί έντονα τον γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γαμος (< γάμος), πρβλ. μελλό γαμος] … Dictionary of Greek
κακόνυμφος — κακόνυμφος, ον (Α) 1. αυτός που έκανε κακό, άτυχο γάμο, κακόγαμος («κακονυμφοτάτα ὄνασις» επιβλαβέστατος, εντελώς ανωφελής γάμος, Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κακόνυμφος κακός ή άτυχος γαμπρός, σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + νυμφος (< νύμφη) … Dictionary of Greek