- μελλό-νυμφος
μελλό-νυμφος, der Vermählung nahe, Bräutigam, Braut; Soph. Ant. 629, vgl. Trach. 206; sp. D., wie Lycophr. 174; auch D. Cass.; fem. auch μελλονύμφη, Poll. 3, 45 u. Eust. 945, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελλό-νυμφος, der Vermählung nahe, Bräutigam, Braut; Soph. Ant. 629, vgl. Trach. 206; sp. D., wie Lycophr. 174; auch D. Cass.; fem. auch μελλονύμφη, Poll. 3, 45 u. Eust. 945, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόνυμφος — θεόνυμφος, ή (AM) (για τη θεοτόκο) η νύμφη τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό νυμφος, νεό νυμφος] … Dictionary of Greek
κακόνυμφος — κακόνυμφος, ον (Α) 1. αυτός που έκανε κακό, άτυχο γάμο, κακόγαμος («κακονυμφοτάτα ὄνασις» επιβλαβέστατος, εντελώς ανωφελής γάμος, Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κακόνυμφος κακός ή άτυχος γαμπρός, σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + νυμφος (< νύμφη) … Dictionary of Greek
καλόνυμφος — καλόνυμφος, ον (Μ) το θηλ. ως ουσ. η καλόνυμφος καλή, ωραία νύφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό νυμφος, νεό νυμφος] … Dictionary of Greek
κλεψίνυμφος — κλεψίνυμφος, ον (Α) κλεψίγαμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό νυμφος, νεό νυμφος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] … Dictionary of Greek
λαθρόνυμφος — λαθρόνυμφος, ὁ, ἡ (Α) λαθρόγαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. εύ νυμφος, μελλό νυμφος] … Dictionary of Greek
μητρόνυμφος — μητρόνυμφος, ἡ (ΑΜ) (για την Παρθένο) αυτή που είναι αρραβωνιασμένη και, συγχρόνως, είναι και μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό νυμφος] … Dictionary of Greek
μισόνυμφος — μισόνυμφος, ον (Α) αυτός που απεχθάνεται τον γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό νυμφος] … Dictionary of Greek
μονόνυμφος — μονόνυμφος, ον (Α) (συν. στο θηλ.) αυτή που παντρεύτηκε μόνο μία φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + νυμφος (< νύμφη), πρβλ, μελλό νυμφος] … Dictionary of Greek
νεόνυμφος — η, ο, θηλ. και νιόνυφη (ΑΜ νεόνυμφος, ον, Μ και νεόνυφος, ον, Μ θηλ. και νεόνυμφη και νεόνυφη) αυτός που μόλις έχει συζευχθεί νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νεόνυμφοι νιόπαντρο ζευγάρι μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ νεόνυμφη α) νιόπαντρη κοπέλα, η… … Dictionary of Greek
πρωτόνυμφος — ον, Μ πρωτονύμφευτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό νυμφος] … Dictionary of Greek