- μελανο-είμων
μελανο-είμων, ον, = μελανείμων, Hipp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελανο-είμων, ον, = μελανείμων, Hipp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαμπρείμων — και λαμπροείμων, ονος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορά λαμπρά, δηλ. λευκά, ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κροκο είμων, μελανο είμων] … Dictionary of Greek
πολυείμων — και πολυοίμων, ον, Α αυτός που αποτελείται από πολλά ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + είμων (< εἷμα, τὸ «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, μελανο είμων] … Dictionary of Greek
φαιδροείμων — όειμον, Α (ποιητ. τ.) ο λαμπρά ντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. μελανο είμων] … Dictionary of Greek
χρυσοείμων — όειμον, Μ χρυσοντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + είμων (< εἶμα «ρούχο, ένδυμα»), πρβλ. μελανο είμων] … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek