- μελανο-κάρδιος
μελανο-κάρδιος, schwarzes Herzens, grausam, schrecklich, Στυγὸς πέτρα, Ar. Ran. 471.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελανο-κάρδιος, schwarzes Herzens, grausam, schrecklich, Στυγὸς πέτρα, Ar. Ran. 471.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θλιβεροκάρδιος — θλιβεροκάρδιος, ον (Μ) αυτός που θλίβει την καρδιά, που προξενεί μεγάλη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θλιβερός + κάρδιος < καρδία (πρβλ. μελανο κάρδιος, σπαραξι κάρδιος)] … Dictionary of Greek
καρτεροκάρδιος — καρτεροκάρδιος, ον (Μ) 1. καρτερικός 2. αμετάπειστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. μελανο κάρδιος, σκληρο κάρδιος] … Dictionary of Greek
λιθοκάρδιος — λιθοκάρδιος, ον (AM) σκληρόκαρδος μσν. μτφ. ξεροκέφαλος, αναίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ κάρδιος, μελανο κάρδιος] … Dictionary of Greek
χαλκεοκάρδιος — ον, Α αυτός που έχει ατρόμητη καρδιά («Ἀμφιτρύωνος ὁ χαλκεοκάρδιος υἱός», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ κάρδιος, μελανο κάρδιος] … Dictionary of Greek
πονηροκάρδιος — ον, αυτός που έχει πονηρή, κακή καρδιά, μοχθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + καρδία (πρβλ. μελανο κάρδιος)] … Dictionary of Greek