- μελανο-πλόκαμος
μελανο-πλόκαμος, schwarzlockig, Schol. Pind. P. 1, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελανο-πλόκαμος, schwarzlockig, Schol. Pind. P. 1, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολιοπλόκαμος — ον, Α αυτός που έχει πολιούς πλοκάμους, γκρίζες πλεξίδες στο κεφάλι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + πλόκαμος (πρβλ. μελανο πλόκαμος, χρυσο πλόκαμος)] … Dictionary of Greek