- μελανο-πτέρυξ
μελανο-πτέρυξ, υγος, = Vorigem; ὄνειρος, Eur. Hec. 71; μελανοπτερύγων κορακίνων, Ar. bei Ath. VII, 308 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελανο-πτέρυξ, υγος, = Vorigem; ὄνειρος, Eur. Hec. 71; μελανοπτερύγων κορακίνων, Ar. bei Ath. VII, 308 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λινοπτέρυξ — λινοπτέρυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) λινόπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πτέρυξ (< πτερόν), πρβλ. λευκο πτέρυξ, μελανο πτέρυξ] … Dictionary of Greek
φοινικοπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α (για πτηνό) αυτός που έχει κόκκινες φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + πτέρυξ (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. μελανο πτέρυξ] … Dictionary of Greek
μικροπτέρυξ — η (Α μικροπτέρυξ, ὁ, ἡ) νεοελλ. το θηλ. η μικροπτέρυξ ζωολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών μικροπτερυγιδών αρχ. αυτός που έχει μικρές πτέρυγες, μικρόπτερος, μικροφτέρουγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + πτέρυξ, υγος (πρβλ. μελανο… … Dictionary of Greek
τανυπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α τανύπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πτέρυξ, υγος (πρβλ. μελανο πτέρυξ) … Dictionary of Greek
μεγαλοπτέρυγος — μεγαλοπτέρυγος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλες πτέρυγες («ἀετὸς ὁ μέγας ὁ μεγαλοπτέρυγος», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πτέρυγος (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. μελανο πτέρυγος, τανυ πτέρυγος] … Dictionary of Greek