- μελαγ-κευθής
μελαγ-κευθής, ές, im Dunkel verborgen, Bacchyl. frg. 38. Neue's Em. für μελαμβαφής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελαγ-κευθής, ές, im Dunkel verborgen, Bacchyl. frg. 38. Neue's Em. für μελαμβαφής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παγκευθής — παγκευθής, ές (Α) 1. (με ενεργ σημ.) αυτός που κρύβει τα πάντα («τὰν παγκευθῆ κάτω νεκρών πλάκα», Σοφ. 2. (με παθ. σημ.) ολωσδιόλου κρυμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κευθής (< κεῦθος < κεύθω «κρύβω»), πρβλ. μελαγ κευθής] … Dictionary of Greek