- μελαγ-κόμης
μελαγ-κόμης, ὁ, schwarzhaarig, Poll. 2, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελαγ-κόμης, ὁ, schwarzhaarig, Poll. 2, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κειρεκόμης — κειρεκόμης, ο (Α) αυτός που έχει κουρεμένη την κόμη, κουρεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κειρ τού κείρω «κουρέω» + κόμης (< κόμη), πρβλ. μελαγ κόμης, φριξο κόμης] … Dictionary of Greek