- μελανό-γειος
μελανό-γειος, = μελάγγειος, Sp. Bei Niceph. Blemm. p. 4 auch μελανόγης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελανό-γειος, = μελάγγειος, Sp. Bei Niceph. Blemm. p. 4 auch μελανόγης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισόγειος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια τής γης, αυτός που έχει το ίδιο ύψος με το έδαφος 2. το ουδ. ως ουσ. το ισόγειο όροφος κατοικίας τού οποίου το επίπεδο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια τού εδάφους, ο… … Dictionary of Greek