μελανό-ζυξ

μελανό-ζυξ

μελανό-ζυξ, υγος, ναῦς, ein mit schwarzen Ruderbänken (ζυγά) versehenes Schiff, Aesch. Suppl. 525.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισόζυξ — ἰσόζυξ, υγος, ὁ (Α) ισόζυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ζυξ (< θ. ζυγ , πρβλ. ε ζύγ ην, παθ. αόρ. τού ζεύγνυμι*), πρβλ. μελανό ζυξ, πρωτό ζυξ] …   Dictionary of Greek

  • μονόζυξ — μονόζυξ, ό και ἡ (Α) 1. μόνος, μονάχος 2. (για γυναίκα) αυτή που δεν έχει άντρα ή αυτή που τήν εγκατέλειψε ο άντρας της («εὐνατῆρα προπεμψαμένα λείπεται μονόζυξ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ζυξ (< ζεύγνυμι «βάζω σε ζυγό»), πρβλ. μελανό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”