μελανό-χροος

μελανό-χροος

μελανό-χροος, = μελάγχροος; Od. 19, 246; μελανόχρουν Plut. Arat. 20; γαῖα, Opp. Cyn. 2, 148. Auch gen. μελανόχροος, Nic. Th. 441; u., Plur. μελανόχροες κύαμοι, Il. 13, 589.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευμορφόχροος — εὐμορφόχροος, οον (Μ) αυτός που έχει ωραίο χρώμα, ο χρωματισμένος ωραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύμορφος + χροος (< χρως «χρώμα, απόχρωση»), πρβλ. αλλό χροος, μελανό χροος] …   Dictionary of Greek

  • ηδύχρους — ἡδύχρους, ουν και οος, οον (AM) 1. αυτός που έχει γλυκό, ευχάριστο χρώμα («ἡδύχροα πρόσωπα») 2. το ουδ. ως ουσ. τo ἡδύχρουν το ηδύπνουν, αρνί που τρέφεται ακόμη με το μητρικό γάλα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ηδύχρουν γένος εντόμων τής οικογένειας… …   Dictionary of Greek

  • λιπαρόχρους — λιπαρόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει στιλπνό δέρμα, στιλπνό σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός + χρους(< χροος < χρώς «επιδερμίδα χρώμα»), πρβλ. μελανό χρους] …   Dictionary of Greek

  • λυχνιταρόχρους — λυχνιταρόχρους, ουν και οος, οον (Μ) αυτός που έχει το χρώμα τού λυχνιταρίου, τού λυχνίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυχνιτάρι + χρους (< χρώς, χρωτός και χροός «χρώμα»), πρβλ. κυανό χρους, μελανό χρους] …   Dictionary of Greek

  • ψαφαρόχρους — ουν, και οος, οον, Α αυτός που έχει τραχιά, ξηρή ή ρυπαρή επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαφαρός + χρους (< χρώς*, χροός «επιδερμίδα, χρώμα»), πρβλ. μελανό χρους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”