- μελανό-χρως
μελανό-χρως, ωτος, = μελάγχρως; ἀΐδα πορϑμός, Eur. Hec. 1105; ἐριϑακίς, Theocr. 3, 35; βότρυς, Anacr. 57, 1; übertr., καρδία, d. i. trauererfüllt, Aesch. Suppl. 766.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελανό-χρως, ωτος, = μελάγχρως; ἀΐδα πορϑμός, Eur. Hec. 1105; ἐριϑακίς, Theocr. 3, 35; βότρυς, Anacr. 57, 1; übertr., καρδία, d. i. trauererfüllt, Aesch. Suppl. 766.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολιόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που το δέρμα του έχει λευκό χρώμα 2. (για πτηνό) αυτός που έχει λευκό πτέρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «λευκός, ψαρός, υπόλευκος» + χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα» (πρβλ. λευκό χρως, μελανό χρως)] … Dictionary of Greek
ετερόχρους — ουν (ΑΜ ἑτερόχρους, ουν) αυτός που διαφέρει κατά τον χρωματισμό, αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ο ετερόχρωμος αρχ. αυτός που αποτελείται από διάφορα χρώματα, ο παρδαλός, ο ποικιλόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο* + χρους (< χρως), πρβλ. μελανό… … Dictionary of Greek
ευμορφόχροος — εὐμορφόχροος, οον (Μ) αυτός που έχει ωραίο χρώμα, ο χρωματισμένος ωραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύμορφος + χροος (< χρως «χρώμα, απόχρωση»), πρβλ. αλλό χροος, μελανό χροος] … Dictionary of Greek
ηδύχρους — ἡδύχρους, ουν και οος, οον (AM) 1. αυτός που έχει γλυκό, ευχάριστο χρώμα («ἡδύχροα πρόσωπα») 2. το ουδ. ως ουσ. τo ἡδύχρουν το ηδύπνουν, αρνί που τρέφεται ακόμη με το μητρικό γάλα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ηδύχρουν γένος εντόμων τής οικογένειας… … Dictionary of Greek
θειόχρους — ουν και οος, οο (Α θειόχρους, ουν, και οος, οον) αυτός που έχει το χρώμα τού θείου, τού θειαφιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + χρους (< χρως «χρώμα»), πρβλ. ά χρους, μελανό χρους] … Dictionary of Greek
λευκοφορινόχρους — λευκοφορινόχρους, ουν (Α) αυτός που έχει λευκή επιδερμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + φορίνη «δέρμα, επιδερμίδα» + χρους (< χρώς), πρβλ. μελανό χρους] … Dictionary of Greek
λιβανόχρους — λιβανόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού λιβανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κυανό χρους, μελανό χρους] … Dictionary of Greek
λιπαρόχρους — λιπαρόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει στιλπνό δέρμα, στιλπνό σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός + χρους(< χροος < χρώς «επιδερμίδα χρώμα»), πρβλ. μελανό χρους] … Dictionary of Greek
λυχνιταρόχρους — λυχνιταρόχρους, ουν και οος, οον (Μ) αυτός που έχει το χρώμα τού λυχνιταρίου, τού λυχνίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυχνιτάρι + χρους (< χρώς, χρωτός και χροός «χρώμα»), πρβλ. κυανό χρους, μελανό χρους] … Dictionary of Greek
ψαφαρόχρους — ουν, και οος, οον, Α αυτός που έχει τραχιά, ξηρή ή ρυπαρή επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαφαρός + χρους (< χρώς*, χροός «επιδερμίδα, χρώμα»), πρβλ. μελανό χρους] … Dictionary of Greek