- μελανό-στολος
μελανό-στολος, schwarz gekleidet, Plut. Is. et Os. 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελανό-στολος, schwarz gekleidet, Plut. Is. et Os. 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερόστολος — ἱερόστολος, ὁ (Α) (στην Αίγυπτο) ιερέας που είχε την επιμέλεια τών ιερών στολών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + στολος (< στολή), πρβλ. λινό στολος, μελανό στολος] … Dictionary of Greek
καλόστολος — καλόστολος, ον (Μ) καλοκαμωμένος, με ωραίο παράστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + στολος (< στολή < στέλλω), πρβλ. λινό στολος, μελανό στολος] … Dictionary of Greek
πορφυρόστολος — ον, Μ αυτός που φοράει πορφυρή στολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + στολος (< στολή < στέλλω), πρβλ. μελανό στολος] … Dictionary of Greek