- μελανό-στικτος
μελανό-στικτος, schwarzgefleckt, ein Fisch, Ath. VII, 305 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελανό-στικτος, schwarzgefleckt, ein Fisch, Ath. VII, 305 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μουσόστικτος — μουσόστικτος, ον (Μ) κοσμημένος με μωσαϊκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσίον «μωσαϊκό έργο» + στικτος (< στίζω «στιγματίζω»), πρβλ. λευκό στικτος, μελανό στικτος] … Dictionary of Greek
χρυσόστικτος — ον, ΜΑ αυτός που έχει χρυσά στίγματα, που έχει κεντηθεί, υφανθεί ή διακοσμηθεί με ίνες χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + στικτός (< στίζω), πρβλ. μελανό στικτος] … Dictionary of Greek
πωμάκεντρος — (pomacentrus). Γένος ακανθοπτερύγιων ιχθύων της οικογένειας των πωμακεντριδών, που ζουν στον Ινδικό και στον Ειρηνικό ωκεανό κοντά σε κοραλλιογενή νησιά. Περιλαμβάνει γύρω στα 40 είδη, γνωστότερο από τα οποία είναι ο π. ο στικτός. Έχει μήκος έως… … Dictionary of Greek