- μελαντικός
μελαντικός, schwärzend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελαντικός, schwärzend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελαντικός — μελαντικός, ή, όν (Μ) αυτός που καθιστά κάτι μαύρο, που μαυρίζει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελαίνω + κατάλ. ικός, μέσω ενός αμάρτυρου *μελαντός] … Dictionary of Greek