- μελαν-τειχής
μελαν-τειχής, δόμος, Περσεφόνης, mit schwarzen Mauern, Pind. Ol. 14, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελαν-τειχής, δόμος, Περσεφόνης, mit schwarzen Mauern, Pind. Ol. 14, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
χαλκοτειχής — ές, Α αυτός που έχει χάλκινο τείχωμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τειχής (< τεῖχος), πρβλ. μελαν τειχής] … Dictionary of Greek