- νεο-κηδής
νεο-κηδής, ές, in neuen, frischen Sorgen, frischer Trauer, ϑυμός, Hes. Th. 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-κηδής, ές, in neuen, frischen Sorgen, frischer Trauer, ϑυμός, Hes. Th. 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαθικηδής — λαθικηδής, ές και δωρ. τ. λαθικάδης, ες (Α) αυτός που κάνει κάποιον να λησμονεί τις φροντίδες, που καταπαύει τους πόνους, καταπραϋντικός, παυσίπονος («εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (που ανάγεται στον τ. λάθρα… … Dictionary of Greek