μελι-ηδής

μελι-ηδής

μελι-ηδής, ές, honigsüß; λωτοῠ μελιηδέα καρπόν Od. 9, 64, öfter; übertr., ϑυμός, das süße Leben, Il. 10, 495 Od. 11, 203; νόστος, die süße, angenehme Rückkehr, 11, 100; ὕπνος, 19, 551; ποία, Pind. P. 9, 37; μολπή, Ep. in Mus. (IX, 504); τρύγα πίνει μελιηδέα, Anacr. bei Ath. XV, 671 s. Vgl. Hesych. u. oben μελιαδής.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελιηδής — και δωρ. τ. μελιαδής και αιολ. τ. μελιάδης (Α) γλυκός ή ευχάριστος σαν το μέλι («ἔνθα φίλ ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι ἠδὲ κύπελλα οἴνου πινέμεναι μελιηδέος», Ομ. Ιλ.) 2. (για ποτά) ηδύποτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ηδής (< ἧδος < ἡδύς «ευχάριστος,… …   Dictionary of Greek

  • θυμηδής — θυμηδής, ές (ΑΜ) ευχάριστος, αγαπητός, προσφιλής. επίρρ... θυμηδῶς (Α) ευχάριστα, ευάρεστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + ηδής (< ήδος «ευχαρίστηση»), πρβλ. α ηδής, μελι ηδής] …   Dictionary of Greek

  • πολυηδής — ές, Α πολύ ηδύς, πολύ ευχάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ηδής (< ἧδος, τὸ < ἡδύς «γλυκός, ευχάριστος»), πρβλ. μελι ηδής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”