- μελεο-παθής
μελεο-παθής, ές, Unglückliches erleidend, Aesch. Spt. 945.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελεο-παθής, ές, Unglückliches erleidend, Aesch. Spt. 945.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρδιοπαθής — ές αυτός που πάσχει από καρδιακή νόσο, ο καρδιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + παθής (< πάθος), πρβλ. μελεο παθής, πολυ παθής. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiopath υποχωρητ. παρ. τής λ. cardiopathy (πρβλ. καρδιοπάθεια). Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek