μελεαγρίς

μελεαγρίς

μελεαγρίς, ίδος, ἡ, eine Art Perlhuhn, nach dem bekannten Meleager benannt, Arist. H. A. 6, 2, Ael. H. A. 4, 42.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελεαγρίς — guinea fowl fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεαγρίς — η (Α μελεαγρίς, ίδος) γένος ορνιθόμορφων πτηνών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκουν στην οικογένεια meleagridae, γνωστό κοινώς σήμερα ως γαλοπούλα αρχ. ως κύριο όν. Μελεαγρίς τίτλος έργου τού Αντισθένη («καθὼς ἱστορεῑ Ἀντισθένης ἐν γ… …   Dictionary of Greek

  • μελεαγρίδας — μελεαγρίς guinea fowl fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεαγρίδες — μελεαγρίς guinea fowl fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεαγρίδος — μελεαγρίς guinea fowl fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελεαγρίδων — μελεαγρίς guinea fowl fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Turkey (bird) — For the familiar species, see Domestic turkey and Wild Turkey. For other uses, see Turkey (disambiguation). Meleagris redirects here. For other uses, see Meleagris (disambiguation). Turkey Temporal range: Early Miocene to Recent …   Wikipedia

  • Truthühner — Truthuhn, Männchen (Meleagris gallopavo) Systematik Unterstamm: Wirbeltiere (Vertebrata) Klas …   Deutsch Wikipedia

  • ακοντίας — (acontias). Γένος λεπιδωτών ερπετών της οικογένειας των σκινκιδών. Είναι σαύρα με οφιοειδές σώμα, χωρίς άκρα ή με πολύ ατροφικά. Ζει στη νότια Αφρική, στη Μαδαγασκάρη και στη Σρι Λάνκα. Το νοτιοαφρικανικό είδος α. η μελεαγρίς, έχει υπόλευκο χρώμα …   Dictionary of Greek

  • γάλος — Ορνιθόμορφο πτηνό της μικρής οικογένειας των μελεαγριδιδών, που περιλαμβάνεται στην ευρεία και ετερογενή υπόταξη των γάλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι μελεαγρίς ο αλεκτρυνοταώς ή ινδόρνιθα. Καλείται επίσης γ. ο κοινός (γαλοπούλα ή διάνος)… …   Dictionary of Greek

  • μελέαγρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα και της Αλθαίας. Αναφέρεται ως ήρωας και σπουδαίος κυνηγός, ο οποίος σκότωσε τον φοβερό κάπρο που κατέστρεφε τους αγρούς της Καλυδώνας· ο κάπρος είχε σταλεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”