- μελεδωνεύς
μελεδωνεύς, ὁ, = μελεδωνός, Hesych. erkl. φύλαξ, so heißt Λίνος, Theocr. 24, 104.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελεδωνεύς, ὁ, = μελεδωνός, Hesych. erkl. φύλαξ, so heißt Λίνος, Theocr. 24, 104.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελεδωνεύς — μελεδωνεύς, έως, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) μελεδωνός* («μελεδωνεύς ὁ φύλαξ καὶ τὰ ὅμοια», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδών + κατάλ. εύς] … Dictionary of Greek
μελεδωνεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελεδωνέων — μελεδώνη care fem gen pl (epic ionic) μελεδωνεύς masc gen pl μελεδωνέω̆ν , μελεδωνεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… … Dictionary of Greek