μελι-γᾱθής

μελι-γᾱθής

μελι-γᾱθής, ές, wie Honig erfreuend, honigsüß, ὕδωρ, Pind. frg. 211 bei Ath. II, 41 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλουτογαθής — και πλουταγαθής, ές, Α 1. αυτός που χαίρεται με τα πλούτη 2. αυτός που έχει άφθονα πλούτη, πάμπλουτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + γᾱθής / γηθής (< γῆθος< γηθῶ «ευφραίνω»), πρβλ. μελι γαθής, πολυ γαθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”