- νεο-ειδής
νεο-ειδής, ές, von jugendlichem Ansehen, Poll. 2, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-ειδής, ές, von jugendlichem Ansehen, Poll. 2, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
καινοειδής — καινοειδής, ές (Α) αυτός που σχηματίστηκε εκ νέου, κατά νέο σχήμα, με νέα μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek