- μελι-ειδής
μελι-ειδής, ές, honigartig, Hippocr., l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελι-ειδής, ές, honigartig, Hippocr., l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελιτοειδής — μελιτοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με το μέλι,κυρίως ως προς το χρώμα. επίρρ... μελιτοειδῶς (Α) με τρόπο μελιτοειδή, όμοια με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + ειδής*] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek