- μελετητήριον
μελετητήριον, τό, Uebungsort, Plut. Dem. 7; auch ein Instrument, auf welchem man sich übt, Hesych.; vgl. Alexandrid. bei Ath. XIV, 638 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελετητήριον, τό, Uebungsort, Plut. Dem. 7; auch ein Instrument, auf welchem man sich übt, Hesych.; vgl. Alexandrid. bei Ath. XIV, 638 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελετητήριον — place for practice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελετητήριο — το (Α μελετητήριον) αίθουσα στην οποία γίνεται μελέτη, τόπος μελέτης ή άσκησης, σπουδαστήριο, αναγνωστήριο («κατέβαινεν εἰς τὸ μελετητήριον καὶ διεξῄει τὰς τε πράξεις ἐφεξῆς καὶ τοὺς ὑπέρ αὐτῶν ἀπολογισμούς», Πλούτ.) αρχ. όργανο μελέτης ή άσκησης … Dictionary of Greek
ՀՈԳԱՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0110 Chronological Sequence: 6c գ. Ըստ յն. ոճոյ, որպէս Կրթարան. վարժարան. խորհրդարան. իբր μελετητήριον locus exercitationis, seu meditationis. *Մի՛ ումեք լինել վարդապետ անզգամութեան ... զայսպիսեացն զհոգարանսն կործանել. Փիլ. ել. ՟Բ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)