- μελετητικός
μελετητικός, zum Ueben geneigt, gehörig, bes. zu Redeübungen, declamatorisch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελετητικός, zum Ueben geneigt, gehörig, bes. zu Redeübungen, declamatorisch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελετητικός — ή, ό (ΑM μελετητικός, ή όν) [μελετώ] μελετηρός αρχ. 1. (γενικά) αυτός που μπορεί να μελετά, που μπορεί να ασκείται σε κάτι με προθυμία και επιμέλεια 2. (ειδικά) αυτός που είναι επιτήδειος στη ρητορική άσκηση 3. αυτός ο οποίος θρηνεί και θορυβεί… … Dictionary of Greek
μελετητικώτερον — μελετητικός mourning adverbial comp μελετητικός mourning masc acc comp sg μελετητικός mourning neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελετητικόν — μελετητικός mourning masc acc sg μελετητικός mourning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελετητικαῖς — μελετητικός mourning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελετητικαί — μελετητικός mourning fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελετητικοί — μελετητικός mourning masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελετητικούς — μελετητικός mourning masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελετητικῆς — μελετητικός mourning fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελετητικῇ — μελετητικός mourning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελετητικώτερος — μελετητικός mourning masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερευνητικός — ή, ό (Μ ἐρευνητικός, ή, όν) [ερευνώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έρευνα 2. ο ικανός, ο κατάλληλος για έρευνα, αυτός που έχει κλίση ή διάθεση να ερευνά, ο εξεταστικός, ο μελετητικός (α. «ερευνητική διάθεση» β. «ερευνητικός επιστήμονας» γ … Dictionary of Greek