- μεθ-ετικός
μεθ-ετικός, ή, όν, nachlassend, nachgebend, Hesych., auch μεϑητικῶς, Schol. Il. 6, 523.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεθ-ετικός, ή, όν, nachlassend, nachgebend, Hesych., auch μεϑητικῶς, Schol. Il. 6, 523.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεθετικός — μεθετικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που παραμελεί, που εγκαταλείπει κάτι 2. αυτός που έχει κλίση στη μέθεσιν*, στην ύφεση, στη χαλάρωση 3. αυτός που ενδίδει, που υποχωρεί εύκολα. επίρρ... μεθετικώς (Α) με μεθετικό ή υποχωρητικό τρόπο, αμελώς, με… … Dictionary of Greek