μελιτιτης

μελιτιτης

μελιτιτης οἶνος, ὁ, mit Honig bereiteter Wein, vinum mulsum, Diosc. u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελιτίτης — μελιτίτης, ὁ (Α) 1. (για κρασί) αυτός που έχει παρασκευαστεί από μέλι 2. είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + κατάλ. ίτης (πρβλ. μαργαρ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • μελιτίτης — wine prepared with honey masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιτίτην — μελιτίτης wine prepared with honey masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιτίτου — μελιτίτης wine prepared with honey masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήθαιος — λήθαιος, αία, ον και ληθαῑος, αία, ον (Α) [λήθη] 1. αυτός που επιφέρει λήθη ή αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λήθη («λήθαιον σκότος», Λυκόφρ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που λησμονεί, ο επιλήσμων 3. αυτός που προέρχεται από τη Λήθη, περιοχή τού κάτω… …   Dictionary of Greek

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”