μελισσήεις

μελισσήεις

μελισσήεις, εσσα, εν, bienenreich; Hymettus, Nonn. D. 13, 183; Helikon, Coluth. 23; Nic. Ther. 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελισσήεις — μελισσήεις, εσσα, εν (ΑM) αυτός που έχει αφθονία μελισσών, πλούσιος σε μελίσσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. ήεις (πρβλ. αραχν ήεις)] …   Dictionary of Greek

  • μελισσήεντα — μελισσήεις rich in bees neut nom/voc/acc pl μελισσήεις rich in bees masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελισσήεντας — μελισσήεις rich in bees masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελισσήεντος — μελισσήεις rich in bees masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”