- μελισσαῖος
μελισσαῖος, die Bienen betreffend, von den Bienen, Nic. Th. 612.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελισσαῖος, die Bienen betreffend, von den Bienen, Nic. Th. 612.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελισσαίος — Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται και ως Μελισσεύς. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βασιλιάς της Κρήτης και πατέρας της Αμάλθειας και της Μέλισσας. Οι κόρες του ανέθρεψαν με γάλα και μέλι το νεογέννητο παιδί του Κρόνου και της Ρέας, τον Δία, γι’ αυτό… … Dictionary of Greek
μελισσαία — μελισσαίᾱ , μελισσαῖος of bees fem nom/voc/acc dual μελισσαίᾱ , μελισσαῖος of bees fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Melissaevs — MELISSAEVS, i, Gr. Μελισσᾶιος, ου, soll ein Beynamen des Jupiters seyn, den er von seiner Amme Melissa geführet. Gyr. Synt. II. p. 95 … Gründliches mythologisches Lexikon
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek
ουλαμός — ο (Α οὐλαμός και ὀλαμός) νεοελλ. 1. μικρό τμήμα στρατού, οργανικό ή μή 2. τμήμα ίλης ιππικού από δύο ομάδες μάχης ή τμήμα πυροβολαρχίας ή πολυβολαρχίας το οποίο αποτελείται από δύο στοιχεία και διοικείται από κατώτερο αξιωματικό, υπολοχαγό ή… … Dictionary of Greek