μελισσο-τρόφος

μελισσο-τρόφος

μελισσο-τρόφος, att. μελιττοτρ., Bienen ernährend, haltend, Bienenzüchter; Σαλαμίς, Eur. Troad. 794; Ios.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυριτρόφος — ον, ΜΑ αυτός που τρέφει τη φωτιά («πυριτρόφους ῥιπίδας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μελισσο τρόφος, πιτυο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • μελιτοτρόφος — μελιτοτρόφος, ὁ (Μ) αυτός που παράγει μέλι ή που τρέφει με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + τροφος (< τρέφω), πρβλ. μελισσο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • νηριτοτρόφος — νηριτοτρόφος, ον (Α) (για νησιά) αυτός που παράγει κοχύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηρίτης «κοχύλι» + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μελισσο τρόφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”